Πάρμα

Πάρμα
Πόλη της Ιταλίας, στην Eμίλια-Ρομάνια, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.449 τ. χλμ.), σημαντικός οδικός και συγκοινωνιακός κόμβος. Παραδοσιακό οικονομικό και εμπορικό κέντρο της γόνιμης και εντατικά καλλιεργούμενης περιοχής της, παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, κυρίως σε τομείς συνδεόμενους με τη γεωργία και την τυροκομία. Ετρουσκικής πιθανώς προέλευσης, η Π. αποτέλεσε τον 4o αι. π.Χ. το κέντρο των Βοΐων Γαλατών, αργότερα ρωμαϊκή επαρχία (183 π.Χ.) και κατά τον 4o αι. καταστράφηκε από βαρβαρικές επιδρομές. Ύστερα από εναλλαγές σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, με σημαντικούς σταθμούς την επισκοπική κυριαρχία, την προσχώρηση στη Λομβαρδική ένωση, τη δημοκρατία, τη γαλλική κατάκτηση και την ένταξή της στο παπικό κράτος, η Π. αποτέλεσε από το 1545 πρωτεύουσα του δουκάτου Πάρμας-Πλακεντίας, το οποίο, ύστερα από διάφορες εναλλαγές, ενώθηκε το 1860 με το βασίλειο της Ιταλίας. Από τα πολυάριθμα μνημεία της αναφέρονται: ο καθεδρικός ναός (11ος αι.), το καμπαναριό (1284-94), το βαπτιστήριο (12ος-13ος αι.) με την ωραία πλαστική διακόσμηση του Αντέλαμι, η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή, το Μνημείο του Παρτιζάνου (1955), κ.ά. Το θέατρο της Πάρμας. Το κλασικής αρχιτεκτονικής αυτό θέατρο το εξωράισε η Μαρία Λουΐζα, χήρα του Ναπολέοντα, που είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την πόλη. Άποψη του καθεδρικού ναού και του βαπτιστηρίου της Πάρμας. Γενική άποψη του εσωτερικού του καθεδρικού ναού της Πάρμας (11ος αι.)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πάρμα — πάρμᾱ , πάρμη light shield fem nom/voc/acc dual πάρμᾱ , πάρμη light shield fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρμᾳ — πάρμαι , πάρμη light shield fem nom/voc pl πάρμᾱͅ , πάρμη light shield fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνσελμο της Πάρμα — (Anselmo di Parma, αρχές 15ου αι.). Ιταλός μαθηματικός από την Πάρμα. Ένα έργο του στα λατινικά με θέμα την αρμονία βρίσκεται σε χειρόγραφο στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου …   Dictionary of Greek

  • πάρμας — πάρμᾱς , πάρμη light shield fem acc pl πάρμᾱς , πάρμη light shield fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρμαν — πάρμᾱν , πάρμη light shield fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κορέτζιο — (Correggio, Κορέτζιο 1489; – 1534). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Αντόνιο Αλέγκρι (Antonio Allegri), το οποίο υιοθέτησε από τον τόπο γέννησής του. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την αρχή της σταδιοδρομίας του. Αναφέρεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • PARMA — I. PARMA nomen fluvii in Italia, in Longobardia Cispadana. Oritur ex Apennino. in confinio ditionis Genuensis, versus Apuam. dein in Boream tendens, per Ducatum Parmensem, Parmam rigat, et 10. milliar, infra in Padum se exonerat. Ab hoc urbs… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αντελάμι, Μπενεντέτο — (Benedetto Antelami, 1150; – 1225;). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. To επώνυμό του υποδηλώνει ότι ανήκε στην ομάδα των αντελαμών δασκάλων, που κατάγονταν από τη λίμνη του Κόμο και εργάστηκαν ως αρχιτέκτονες και διακοσμητές στη βόρεια Ιταλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”